Δείτε επίσης: βαΐλος, βάυλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάιλος οι βάιλοι
      γενική του βαΐλου
βάιλου
των βαΐλων
    αιτιατική τον βάιλο τους βαΐλους
     κλητική βάιλε βάιλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάιλος < μεσαιωνική ελληνική βαΐλος < βαΐουλος < λατινική baiullus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.i.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐ι‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάιλος αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Rakova Snezhana, «Βενετοί στην Κωνσταντινούπολη», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη

  Πηγές επεξεργασία

  • βάιλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)