Δείτε επίσης: αὐτοψεί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοψί < αὔτοπτος < αὐτός + ὁράω / ὁρῶ

  Επίρρημα

επεξεργασία

αὐτοψί

  • άλλη γραφή του αὐτοψεί (με τα ίδια μου τα μάτια)
    Λέξω δὲ οὐκ ἐξ ὁλοκλήρου, ἀλλ’ ὅσα μὲν παρὰ τῶν ἀνέκαθεν αὐτῷ συνοικούντων ἀδελφῶν ἀκήκοα, τὰ μὲν αὐτοψὶ αὐτῶν θεασαμένων, τὰ δὲ καὶ παρ' αὐτοῦ διηγουμένου ἀκηκοότων. (Σοφιανός Ζ. Δημήτριος, Ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης. Βίος, ακολουθία, συναξάρια. Προλεγόμενα, μετάφραση του Βίου, κριτική έκδοση κειμένων, εκδ. Ι.Μ.Μ. Μετεώρου (Μεταμορφώσεως), Μετέωρα 1990, §2)