αχαχούχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχαχούχα < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα επεξεργασία
αχαχούχα
- επιφώνημα που δηλώνει ειρωνεία, αποδοκιμασία, περιπαικτικό σχολιασμό κ.λπ.
- ※ Αχαχούχα! δε μας το 'λεγες απ' την αρχή πως μας κοροϊδεύσεις με τα παραμύθια, να μην καθόμαστε να σ' ακούμε; (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])