Ετυμολογία

επεξεργασία
αφετέρου < ἀπό, ἀφ- ἑτέρου• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.feˈte.ɾu/

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

αφετέρου (αντιθετικός)

  • (λόγιο) από την άλλη (πλευρά ή μεριά)
    ⮡  Οι αυξήσεις των τιμών δικαιολογούνται αφενός μεν από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, αφετέρου δε από τις πτωτικές τάσεις του ευρώ.
    ※  ... προκειμένου αφενός να υπάρξει μια περιστολή των δαπανών στο ζήτημα της ηλεκτροδότησης και αφετέρου να αναπτύξει πρωτοβουλίες μεγαλύτερης προστασίας του περιβάλλοντος[1]

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται πάντα ως απόδοση του αφενός, συνήθως στο σχήμα "αφενός μεν... αφετέρου δε...", συνδέοντας παρατακτικά δύο ισοδύναμους συντακτικά όρους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία