αφενός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Σύνδεσμος
επεξεργασία
αφενός (αντιθετικός)
- (λόγιο) από τη μια (πλευρά ή μεριά)
- ⮡ Οι αυξήσεις των τιμών δικαιολογούνται αφενός μεν από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, αφετέρου δε, από τις πτωτικές τάσεις του ευρώ.
Σημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται στο σχήμα "αφενός μεν... αφετέρου δε...", συνδέοντας παρατακτικά δύο ισοδύναμους συντακτικά όρους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφενός
|