ατσαλώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ατσαλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατσαλώνω
- θα ατσαλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατσαλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ατσαλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ατσάλωση