ασπαραγινικό οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπαραγινικό οξύ < (άμεσο δάνειο) λατινική asparagus + οξύ
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαασπαραγινικό οξύ ουδέτερο (και ασπαρτικό οξύ ουδέτερο)
- (βιοχημεία, αμινοξύ) Μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο HOOC-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Asp ή D
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπαραγινικό οξύ