Asp
Συντομομορφή
επεξεργασίαAsp
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος: ασπαρτικό οξύ. Συμβολίζεται και με D
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Asp < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαAsp θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], [2]
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Asp < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαAsp αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Asp < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαAsp αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [5]
Δανικά (da)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Asp < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαAsp αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [6]
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Asp < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαAsp αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [7]