ασμένως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασμένως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσμένως < ἄσμενος
Επίρρημα
επεξεργασίαασμένως
- (λόγιο) ευχαρίστως, με πολλή χαρά, μετά χαράς
- ※ Οι ηγεσίες των υπουργείων Τουρισμού και Υγείας έσπευσαν ασμένως να εξαγγείλουν ότι θα υπάρξει νομοθετική ρύθμιση και θεσμοθέτηση του Ιατρικού Τουρισμού μέχρι το τέλος του χρόνου.
- — Το Βήμα
- ※ […] ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος […]
από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς—
το έγραψε, […]
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.- — Κωνσταντίνος Καβάφης, Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής, στίχοι 5-9
- ※ Οι ηγεσίες των υπουργείων Τουρισμού και Υγείας έσπευσαν ασμένως να εξαγγείλουν ότι θα υπάρξει νομοθετική ρύθμιση και θεσμοθέτηση του Ιατρικού Τουρισμού μέχρι το τέλος του χρόνου.