Ετυμολογία

επεξεργασία
ασιανίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀσιανίζω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Ασιαν(ός) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.si.aˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σι‐α‐νί‐ζω

ασιανίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ασιανισμός
  • ασιανίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)