αρματωσία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρματωσία < αρματώνω + -σία < άρμα < λατινική arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂(e)rmos < *h₂er- (ἀραρίσκω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρματωσία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αρματωσά
- αρματωσιά
- αρματωχία