Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχτενίζω < απο- + χτενίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποχτενίζω (παθητική φωνή: αποχτενίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία