αποφοιτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποφοιτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφοιτώ
- θα αποφοιτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφοιτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποφοιτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποφοίτηση