αποτεφρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποτεφρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτεφρώνω
- θα αποτεφρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτεφρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποτεφρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποτέφρωση