Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποσφραγίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσφραγίζω
  2. θα αποσφραγίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσφραγίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αποσφραγίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσφράγιση