Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποσταθεροποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσταθεροποιώ
  2. θα αποσταθεροποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσταθεροποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αποσταθεροποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσταθεροποίηση