αποσιωπήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποσιωπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσιωπώ
- θα αποσιωπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσιωπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αποσιωπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποσιώπηση