Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπνευματώνω < απο- + πνεύμα + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποπνευματώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία