απονηώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπονηώνω (παθητική φωνή: απονηώνομαι)
- «απογειώνω» από πλεούμενο ή από τη θάλασσα (ή λίμνη, ποταμό κ.λπ.)
- Γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη απονηώθηκαν σήμερα από το αεροπλανοφόρο Σαρλ ντε Γκολ, που βρίσκεται στην ανατολική Μεσόγειο, για πτήσεις πάνω από περιοχές που ελέγχονται από την οργάνωση Ισλαμικό κράτος στο Ιράκ και στη Συρία, δήλωσαν στρατιωτικές πηγές. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονηώνω | απονήωνα | θα απονηώνω | να απονηώνω | απονηώνοντας | |
β' ενικ. | απονηώνεις | απονήωνες | θα απονηώνεις | να απονηώνεις | απονήωνε | |
γ' ενικ. | απονηώνει | απονήωνε | θα απονηώνει | να απονηώνει | ||
α' πληθ. | απονηώνουμε | απονηώναμε | θα απονηώνουμε | να απονηώνουμε | ||
β' πληθ. | απονηώνετε | απονηώνατε | θα απονηώνετε | να απονηώνετε | απονηώνετε | |
γ' πληθ. | απονηώνουν(ε) | απονήωναν απονηώναν(ε) |
θα απονηώνουν(ε) | να απονηώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονήωσα | θα απονηώσω | να απονηώσω | απονηώσει | ||
β' ενικ. | απονήωσες | θα απονηώσεις | να απονηώσεις | απονήωσε | ||
γ' ενικ. | απονήωσε | θα απονηώσει | να απονηώσει | |||
α' πληθ. | απονηώσαμε | θα απονηώσουμε | να απονηώσουμε | |||
β' πληθ. | απονηώσατε | θα απονηώσετε | να απονηώσετε | απονηώστε | ||
γ' πληθ. | απονήωσαν απονηώσαν(ε) |
θα απονηώσουν(ε) | να απονηώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απονηώσει | είχα απονηώσει | θα έχω απονηώσει | να έχω απονηώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απονηώσει | είχες απονηώσει | θα έχεις απονηώσει | να έχεις απονηώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απονηώσει | είχε απονηώσει | θα έχει απονηώσει | να έχει απονηώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απονηώσει | είχαμε απονηώσει | θα έχουμε απονηώσει | να έχουμε απονηώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απονηώσει | είχατε απονηώσει | θα έχετε απονηώσει | να έχετε απονηώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απονηώσει | είχαν απονηώσει | θα έχουν απονηώσει | να έχουν απονηώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απονηώνω
|