Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκτηνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκτηνώνω
  2. θα αποκτηνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκτηνώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποκτηνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκτήνωση