αποκρούσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκρούσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκρούω
- θα αποκρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκρούω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποκρούσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόκρουση