απεμπλέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεμπλέκω < ἀπεμπλέκω, ρήμα της καθαρεύουσας για να αποδώσει το disengage < ἀπό και ἐμπλέκω
Ρήμα
επεξεργασίααπεμπλέκω, πρτ.: απενέπλεκα & απέμπλεκα, στ.μέλλ.: θα απεμπλέξω, αόρ.: απενέπλεξα & απέμπλεξα, παθ.φωνή: απεμπλέκομαι
- αποσύρω απο κάπου τις δυνάμεις μου ώστε να μην έχω πλέον άλλη εμπλοκή στην υπόθεση (επιχείρηση, πόλεμο κ.λπ.)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απεμπλέκω | απενέπλεκα | θα απεμπλέκω | να απεμπλέκω | απεμπλέκοντας | |
β' ενικ. | απεμπλέκεις | απενέπλεκες | θα απεμπλέκεις | να απεμπλέκεις | απέμπλεκε | |
γ' ενικ. | απεμπλέκει | απενέπλεκε | θα απεμπλέκει | να απεμπλέκει | ||
α' πληθ. | απεμπλέκουμε | απεμπλέκαμε | θα απεμπλέκουμε | να απεμπλέκουμε | ||
β' πληθ. | απεμπλέκετε | απεμπλέκατε | θα απεμπλέκετε | να απεμπλέκετε | απεμπλέκετε | |
γ' πληθ. | απεμπλέκουν(ε) | απενέπλεκαν απεμπλέκαν(ε) |
θα απεμπλέκουν(ε) | να απεμπλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απενέπλεξα | θα απεμπλέξω | να απεμπλέξω | απεμπλέξει | ||
β' ενικ. | απενέπλεξες | θα απεμπλέξεις | να απεμπλέξεις | απέμπλεξε | ||
γ' ενικ. | απενέπλεξε | θα απεμπλέξει | να απεμπλέξει | |||
α' πληθ. | απεμπλέξαμε | θα απεμπλέξουμε | να απεμπλέξουμε | |||
β' πληθ. | απεμπλέξατε | θα απεμπλέξετε | να απεμπλέξετε | απεμπλέξτε | ||
γ' πληθ. | απενέπλεξαν απεμπλέξαν(ε) |
θα απεμπλέξουν(ε) | να απεμπλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απεμπλέξει | είχα απεμπλέξει | θα έχω απεμπλέξει | να έχω απεμπλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις απεμπλέξει | είχες απεμπλέξει | θα έχεις απεμπλέξει | να έχεις απεμπλέξει | ||
γ' ενικ. | έχει απεμπλέξει | είχε απεμπλέξει | θα έχει απεμπλέξει | να έχει απεμπλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε απεμπλέξει | είχαμε απεμπλέξει | θα έχουμε απεμπλέξει | να έχουμε απεμπλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε απεμπλέξει | είχατε απεμπλέξει | θα έχετε απεμπλέξει | να έχετε απεμπλέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν απεμπλέξει | είχαν απεμπλέξει | θα έχουν απεμπλέξει | να έχουν απεμπλέξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απεμπλέκω