απαλλοτριώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπαλλοτριώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαλλοτριώνω
- θα απαλλοτριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαλλοτριώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπαλλοτριώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απαλλοτρίωση