απαγορεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απαγορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαγορεύω
- θα απαγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαγορεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
απαγορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απαγόρευση