απάντηξα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpa.di.ksa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐ντη‐ξα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααπάντηξα
- (ιδιωματικό) ιδιωματική μορφή του απάντησα, α΄ πρόσωπο ενικού αορίστου του απαντάω
- έδωσα απάντηση
- συνάντησα (συναντάω), συναπάντησα (συναπαντώ)
- ⮡ (Κρήτη) Τον απάντηξα στη βόλιτα του δρόμου.
- «βόλτα» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Σημειώνεται και η προφοράμε [d]: ΔΦΑ : /aˈpa.di.ksa/
- «βόλτα» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- ⮡ (Κρήτη) Τον απάντηξα στη βόλιτα του δρόμου.