αντρέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντρέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική entrée
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντρέ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
επεξεργασία- (ο) αντρές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αντρέ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας