αντιτράστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιτράστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική antitrust < anti- (αντι-) + trust (εμπιστοσύνη)
Επίθετο επεξεργασία
αντιτράστ άκλιτο
- που αποσκοπεί στην εξάλειψη ή τον περιορισμό των τραστ
αντιτράστ άκλιτο