Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιρρησίας συνείδησης < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αντιρρησίας συνείδησης αρσενικό ή θηλυκό

  • άτομο που αρνείται να υπηρετήσει στις ένοπλες δυνάμεις λόγω των θρησκευτικών, ηθικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεών του

  Μεταφράσεις επεξεργασία