αντηχήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντηχήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντηχώ
- θα αντηχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντηχώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααντηχήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντήχηση