Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανοσοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ
  2. θα ανοσοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανοσοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοσοποίηση