ανιχνεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανιχνεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανιχνεύω
- θα ανιχνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανιχνεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανιχνεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανίχνευση