Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανιδρύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανιδρύω
  2. θα ανιδρύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανιδρύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανιδρύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανίδρυση