αναστύλιωσε τ' αχούρι, μα το μουλάρι ψόφησε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αναστυλιώνω στον αόριστο αναστύλιωσε, εδώ αμετάβατο (αναστυλιώθηκε), αχούρι, μα, το, μουλάρι και ψοφάω στον αόριστο ψόφησε
Προφορά
επεξεργασία
Παροιμία
επεξεργασία
αναστύλιωσε τ' αχούρι, μα το μουλάρι ψόφησε
Πηγές
επεξεργασία
- «ἀναστυλιώνω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .