ανασκοπήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανασκοπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανασκοπώ
- θα ανασκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανασκοπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανασκοπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανασκόπηση