Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασκαλώνω < ανα- + σκαλώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.skaˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σκα‐λώ‐νω

ανασκαλώνω, αόρ.: ανασκάλωσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία