αναπτυξιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αναπτυξιακά < αναπτυξιακός
Επίρρημα επεξεργασία
αναπτυξιακά
- με τρόπο σχετικό με την ανάπτυξη, υπό το πρίσμα της ανάπτυξης
- Εξέτασαν την κατάσταση της χώρας καθαρά αναπτυξιακά και σχεδίασαν ανάλογα, χωρίς να συνυπολογίσουν το ανθρώπινο κόστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπτυξιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναπτυξιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναπτυξιακό