αναπρογραμματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπρογραμματίζω < ανα- + προγραμματίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.pɾo.ɣɾa.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐προ‐γραμ‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααναπρογραμματίζω
- (νεολογισμός) προγραμματίζω ξανά
- ※ Η Air Canada τροποποίησε τις διαδρομές των αεροσκαφών της, η Singapore Airlines ανακοίνωσε ότι οι πτήσεις της θα αποφύγουν τον ιρανικό εναέριο χώρο, η Malaysia Airlines, το αεροσκάφος της οποία κατερρίφθη από πύραυλο επάνω από την ανατολική Ουκρανία, ανακοίνωσε ότι δεν χρησιμοποιεί τον εναέριο χώρο του Ιράκ και πλέον θα αποφύγει και τον ιρανικό εναέριο χώρο, ενώ και η αυστραλιανή Qantas Airways ανακοίνωσε ότι αναπρογραμματίζει τις διαδρομές της για να αποφύγει τις πτήσεις επάνω από τις δύο χώρες. (Αεροπορικές εταιρείες διακόπτουν τις πτήσεις σε Ιράν και Ιράκ, Η Καθημερινή, 8 Ιανουαρίου 2020)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπρογραμματίζω | αναπρογραμμάτιζα | θα αναπρογραμματίζω | να αναπρογραμματίζω | αναπρογραμματίζοντας | |
β' ενικ. | αναπρογραμματίζεις | αναπρογραμμάτιζες | θα αναπρογραμματίζεις | να αναπρογραμματίζεις | αναπρογραμμάτιζε | |
γ' ενικ. | αναπρογραμματίζει | αναπρογραμμάτιζε | θα αναπρογραμματίζει | να αναπρογραμματίζει | ||
α' πληθ. | αναπρογραμματίζουμε | αναπρογραμματίζαμε | θα αναπρογραμματίζουμε | να αναπρογραμματίζουμε | ||
β' πληθ. | αναπρογραμματίζετε | αναπρογραμματίζατε | θα αναπρογραμματίζετε | να αναπρογραμματίζετε | αναπρογραμματίζετε | |
γ' πληθ. | αναπρογραμματίζουν(ε) | αναπρογραμμάτιζαν αναπρογραμματίζαν(ε) |
θα αναπρογραμματίζουν(ε) | να αναπρογραμματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπρογραμμάτισα | θα αναπρογραμματίσω | να αναπρογραμματίσω | αναπρογραμματίσει | ||
β' ενικ. | αναπρογραμμάτισες | θα αναπρογραμματίσεις | να αναπρογραμματίσεις | αναπρογραμμάτισε | ||
γ' ενικ. | αναπρογραμμάτισε | θα αναπρογραμματίσει | να αναπρογραμματίσει | |||
α' πληθ. | αναπρογραμματίσαμε | θα αναπρογραμματίσουμε | να αναπρογραμματίσουμε | |||
β' πληθ. | αναπρογραμματίσατε | θα αναπρογραμματίσετε | να αναπρογραμματίσετε | αναπρογραμματίστε | ||
γ' πληθ. | αναπρογραμμάτισαν αναπρογραμματίσαν(ε) |
θα αναπρογραμματίσουν(ε) | να αναπρογραμματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπρογραμματίσει | είχα αναπρογραμματίσει | θα έχω αναπρογραμματίσει | να έχω αναπρογραμματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπρογραμματίσει | είχες αναπρογραμματίσει | θα έχεις αναπρογραμματίσει | να έχεις αναπρογραμματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπρογραμματίσει | είχε αναπρογραμματίσει | θα έχει αναπρογραμματίσει | να έχει αναπρογραμματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπρογραμματίσει | είχαμε αναπρογραμματίσει | θα έχουμε αναπρογραμματίσει | να έχουμε αναπρογραμματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπρογραμματίσει | είχατε αναπρογραμματίσει | θα έχετε αναπρογραμματίσει | να έχετε αναπρογραμματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπρογραμματίσει | είχαν αναπρογραμματίσει | θα έχουν αναπρογραμματίσει | να έχουν αναπρογραμματίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπρογραμματίζομαι | αναπρογραμματιζόμουν(α) | θα αναπρογραμματίζομαι | να αναπρογραμματίζομαι | ||
β' ενικ. | αναπρογραμματίζεσαι | αναπρογραμματιζόσουν(α) | θα αναπρογραμματίζεσαι | να αναπρογραμματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αναπρογραμματίζεται | αναπρογραμματιζόταν(ε) | θα αναπρογραμματίζεται | να αναπρογραμματίζεται | ||
α' πληθ. | αναπρογραμματιζόμαστε | αναπρογραμματιζόμαστε αναπρογραμματιζόμασταν |
θα αναπρογραμματιζόμαστε | να αναπρογραμματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναπρογραμματίζεστε | αναπρογραμματιζόσαστε αναπρογραμματιζόσασταν |
θα αναπρογραμματίζεστε | να αναπρογραμματίζεστε | (αναπρογραμματίζεστε) | |
γ' πληθ. | αναπρογραμματίζονται | αναπρογραμματίζονταν αναπρογραμματιζόντουσαν |
θα αναπρογραμματίζονται | να αναπρογραμματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπρογραμματίστηκα | θα αναπρογραμματιστώ | να αναπρογραμματιστώ | αναπρογραμματιστεί | ||
β' ενικ. | αναπρογραμματίστηκες | θα αναπρογραμματιστείς | να αναπρογραμματιστείς | αναπρογραμματίσου | ||
γ' ενικ. | αναπρογραμματίστηκε | θα αναπρογραμματιστεί | να αναπρογραμματιστεί | |||
α' πληθ. | αναπρογραμματιστήκαμε | θα αναπρογραμματιστούμε | να αναπρογραμματιστούμε | |||
β' πληθ. | αναπρογραμματιστήκατε | θα αναπρογραμματιστείτε | να αναπρογραμματιστείτε | αναπρογραμματιστείτε | ||
γ' πληθ. | αναπρογραμματίστηκαν αναπρογραμματιστήκαν(ε) |
θα αναπρογραμματιστούν(ε) | να αναπρογραμματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναπρογραμματιστεί | είχα αναπρογραμματιστεί | θα έχω αναπρογραμματιστεί | να έχω αναπρογραμματιστεί | αναπρογραμματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναπρογραμματιστεί | είχες αναπρογραμματιστεί | θα έχεις αναπρογραμματιστεί | να έχεις αναπρογραμματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναπρογραμματιστεί | είχε αναπρογραμματιστεί | θα έχει αναπρογραμματιστεί | να έχει αναπρογραμματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπρογραμματιστεί | είχαμε αναπρογραμματιστεί | θα έχουμε αναπρογραμματιστεί | να έχουμε αναπρογραμματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναπρογραμματιστεί | είχατε αναπρογραμματιστεί | θα έχετε αναπρογραμματιστεί | να έχετε αναπρογραμματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπρογραμματιστεί | είχαν αναπρογραμματιστεί | θα έχουν αναπρογραμματιστεί | να έχουν αναπρογραμματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναπρογραμματισμένος - είμαστε, είστε, είναι αναπρογραμματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναπρογραμματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναπρογραμματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναπρογραμματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναπρογραμματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναπρογραμματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναπρογραμματισμένοι |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναπρογραμματίζω
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr