Ετυμολογία

επεξεργασία
αναξιόπιστα < επίθετο αναξιόπιστος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αναξιόπιστα

  • με τρόπο που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, που δεν σε προδιαθέτει να στηριχτείς σε κάποιους ότι θα κάνουν κάτι σωστά, με συνέπεια
  • Δεν είναι τεμπέλης, αλλά φέρεται αναξιόπιστα, δεν παραδίδει στην ώρα του, λέει σαχλές δικαιολογίες, σου αλλάζει παραμέτρους τελευταία στιγμή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αναξιόπιστα