Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανακατατάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακατατάσσω
  2. θα ανακατατάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακατατάσσω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανακατατάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακατάταξη