Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάλατα < ανάλατος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανάλατα

  1. άνοστα, με τρόπο που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον (σπανια χρήση)
  2. χωρίς αλάτι
    Η Ελένη μαγειρεύει εδώ και δέκα χρόνια ανάλατα μονίμως, επειδή ο άντρας της έχει πίεση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανάλατα