ανάλατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάλατα < ανάλατος
Επίρρημα
επεξεργασίαανάλατα
- άνοστα, με τρόπο που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον (σπανια χρήση)
- χωρίς αλάτι
- Η Ελένη μαγειρεύει εδώ και δέκα χρόνια ανάλατα μονίμως, επειδή ο άντρας της έχει πίεση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανάλατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάλατο