Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπώχνω < αμπώθω < αρχαία ελληνική ἀπωθέω / ἀπωθῶ (κατ’ αναλογία με τα ρήματα σε -χνω: ρίχνω, σπρώχνω...)

  Ρήμα επεξεργασία

αμπώχνω

(ιδιωματικό)
  1. σπρώχνω, απωθώ
  2. παρακινώ
  3. αποκρούω, απομακρύνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία