Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλμυρίζω < αρχαία ελληνική ἁλμυρίζω < ἅλς

  Ρήμα επεξεργασία

αλμυρίζω

  1. είμαι αλμυρός ή κάνω κάτι αλμυρό
     αντώνυμα: ξαλμυρίζω
  2. (για ζώα) τρώω αλάτι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία