αρμυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμυρίζω < μεσαιωνική ελληνική αρμυρίζω < αρχαία ελληνική ἁλμυρίζω
Ρήμα
επεξεργασίααρμυρίζω
- άλλη μορφή του αλμυρίζω
- Καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρμυρίζω | αρμύριζα | θα αρμυρίζω | να αρμυρίζω | αρμυρίζοντας | |
β' ενικ. | αρμυρίζεις | αρμύριζες | θα αρμυρίζεις | να αρμυρίζεις | αρμύριζε | |
γ' ενικ. | αρμυρίζει | αρμύριζε | θα αρμυρίζει | να αρμυρίζει | ||
α' πληθ. | αρμυρίζουμε | αρμυρίζαμε | θα αρμυρίζουμε | να αρμυρίζουμε | ||
β' πληθ. | αρμυρίζετε | αρμυρίζατε | θα αρμυρίζετε | να αρμυρίζετε | αρμυρίζετε | |
γ' πληθ. | αρμυρίζουν(ε) | αρμύριζαν αρμυρίζαν(ε) |
θα αρμυρίζουν(ε) | να αρμυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρμύρισα | θα αρμυρίσω | να αρμυρίσω | αρμυρίσει | ||
β' ενικ. | αρμύρισες | θα αρμυρίσεις | να αρμυρίσεις | αρμύρισε | ||
γ' ενικ. | αρμύρισε | θα αρμυρίσει | να αρμυρίσει | |||
α' πληθ. | αρμυρίσαμε | θα αρμυρίσουμε | να αρμυρίσουμε | |||
β' πληθ. | αρμυρίσατε | θα αρμυρίσετε | να αρμυρίσετε | αρμυρίστε | ||
γ' πληθ. | αρμύρισαν αρμυρίσαν(ε) |
θα αρμυρίσουν(ε) | να αρμυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρμυρίσει | είχα αρμυρίσει | θα έχω αρμυρίσει | να έχω αρμυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρμυρίσει | είχες αρμυρίσει | θα έχεις αρμυρίσει | να έχεις αρμυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρμυρίσει | είχε αρμυρίσει | θα έχει αρμυρίσει | να έχει αρμυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρμυρίσει | είχαμε αρμυρίσει | θα έχουμε αρμυρίσει | να έχουμε αρμυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρμυρίσει | είχατε αρμυρίσει | θα έχετε αρμυρίσει | να έχετε αρμυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρμυρίσει | είχαν αρμυρίσει | θα έχουν αρμυρίσει | να έχουν αρμυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμυρίζω
|