Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριβότερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος ακριβά


  Επίρρημα επεξεργασία

ακριβότερα

  • σε πιο υψηλή τιμή
Φαύλος κύκλος. Πουλάω φτηνότερα, μπαίνω μέσα. Πουλάω ακριβότερα, δεν μπαίνει κανείς μέσα στο μαγαζί


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακριβότερα