ακουστική κιθάρα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακουστική κιθάρα < αγγλική acoustic guitar, όρος που επινοήθηκε μετά την εφεύρεση της ηλεκτρικής κιθάρας για να γίνει η αντιδιαστολή με το νέο τύπου ηλεκτρικό όργανο που δεν είχε κοίλο σώμα
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
ακουστική κιθάρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) η κιθάρα που παράγει τον ήχο της με το ηχείο της και όχι με ηλεκτρικά μέσα
- (ειδικότερα) κιθάρα με κοίλο σώμα και συρμάτινες χορδές, κατάλληλη για συνοδεία τραγουδιών, π.χ. μπλουζ ή ροκ
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακουστική κιθάρα