ακμάζον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /akˈma.zon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ακ‐μά‐ζον
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐κμά‐ζον
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ακμάζον (γενική ενικού ακμάζοντος)
ακμάζον (γενική ενικού ακμάζοντος)