Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαματεύω < μεσαιωνική ελληνική ἀκαματεύω < ἀκαμάτης + -εύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ka.maˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐μα‐τεύ‐ω

ακαματεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία