Δείτε επίσης: ακαμάτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ακάματα < ακάματ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

ακάματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ακάματα < κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακάματα