Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αιχμαλωτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
  2. θα αιχμαλωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αιχμαλωτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιχμαλώτιση