αιχμαλωτίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααιχμαλωτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
- θα αιχμαλωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααιχμαλωτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αιχμαλώτιση