αθλοθετήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααθλοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθλοθετώ
- θα αθλοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθλοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααθλοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αθλοθέτηση